προσυλώ

προσυλώ
-άω, Α
(συν. το παθ.) προσυλῶμαι, -άομαι
υφίσταμαι σύληση, λεηλατούμαι προηγουμένως («ἀλλὰ καὶ τῶν προσυληθέντων ἐπὶ... Τιβερίου», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”